- ίβις
- Γενική ονομασία πτηνών της υπόταξης των πελαγομόρφων, της οικογένειας των θρησκειορνιθιδών. Το πιο γνωστό είναι η ί. η ιερά (Τhreskiornis aethiopicus), διαδεδομένο στην Αφρική (εκτός από τις νοτιοανατολικές περιοχές της) και σε μερικές ζώνες της νοτιοανατολικής Ασίας. Έχει μήκος περίπου 70 εκ. μαζί με την ουρά. Το κεφάλι και ο λαιμός της ί. είναι γυμνά και το δέρμα της είναι κατάμαυρο. Τα πόδια της έχουν σκούρο κόκκινο χρώμα. Τα μπροστινά δάχτυλα συνδέονται με μία μεμβράνη, ενώ τα πίσω είναι ελεύθερα. Ζει σε αγέλες, κοντά σε νερά και τρέφεται κυρίως με καρκινοειδή, μαλάκια, ερπετά και έντομα. Παλαιότερα ήταν γνωστό ως Tantalus aethiopicus.
Στην αρχαιότητα, η ί. ήταν πολύ κοινή στην κοιλάδα του Νείλου. Επειδή μετανάστευε στην Αίγυπτο όταν ανέβαινε η στάθμη του ποταμού, οι αρχαίοι Αιγύπτιοι πίστευαν ότι το πουλί αυτό προκαλούσε τις πλημμύρες του Νείλου που γονιμοποιούσαν την περιοχή. Το λάτρευαν ακόμα επειδή πίστευαν ότι η παρουσία του απομάκρυνε τα φίδια.
Στην τροπική Αμερική συναντάται η ί. η ερυθρά (Εudocimus ruber), που πήρε την ονομασία της από το ζωηρό κόκκινο φτέρωμά της. Στη βόρεια και ανατολική Αφρική και στην Αραβία ζει η ί. η ερημίτις (Comatibis eremita), που ονομάστηκε έτσι επειδή ζει σε μεμονωμένες ομάδες, σε ορεινές και απρόσιτες περιοχές. Είναι μεγαλύτερη από την ιερή ί. και το φτέρωμά της είναι μαύρο και γυαλιστερό.
Το είδος ί. που ζει στην Ελλάδα είναι η Plegadis falcinellus, γνωστό με τις ονομασίες μαύρο τουρλί ή χαλκοκότα.
Η ίβις η ερυθρά ζει στην τροπική Αμερική, ιδίως στον Αμαζόνιο.
Η ίβις η ιερά, το ιερό πουλί των αρχαίων Αιγυπτίων, είναι διαδεδομένο στην Αφρική και σε μερικές ζώνες της νοτιοανατολικής Ασίας.
* * *ἡ (ΑΜ ἶβις, -ιος και -εως και -ιδος)νεοελλ.γένος πελαγόμορφων πουλιών τής οικογένειας theskiornithidaeμσν.-αρχ.λιμνόβιο ιερό αιγυπτιακό πτηνό στο οποίο αποδίδονταν θεϊκές τιμές.[ΕΤΥΜΟΛ. Η αρχ. ελληνική λ. ίβις προήλθε από την αιγυπτιακή hb, hīb. Η λ. ως επιστημονικός όρος είναι αντιδάνεια (πρβλ. αγγλ. ibis < αρχ. ίβις).ΠΑΡ. αρχ. ιβιών.ΣΥΝΘ. αρχ. ιβιοβοσκός, ιβιοπρόσωπος, ιβιοστολιστής, ιβιοτάφος].
Dictionary of Greek. 2013.